- ψαίρω
- Α(μόνον στον ενεστ.)1. (μτβ.) α) αγγίζω κάτι ελαφράβ) τρίβω ή ξύνω κάτι λίγο κατά την πλύση2. (αμτβ.) α) κινούμαι ήρεμα ή ελαφράβ) (για φύλλα) θροΐζωγ) (για σφυγμό) πάλλωδ) (για άστρο) λαμπυρίζωε) μτφ. (κατά τον Ησύχ.) «ψαίρειν λέγομεν τὸ ἱστίον ὅταν ἐλαφρῶς διαπνέηται».[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ψαίρω έχει σχηματιστεί δευτερογενώς με συμφυρμό τών ψήω*/ψῆν «τρίβω και σκουπίζω» και σαίρω «σαρώνω, σκουπίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.